- δασυπόδειος
- δασυπόδειος, -α, -ον (Α)όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («γάλα δασυπόδειον»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασυπόδειον — δασυπόδειος of a hare masc acc sg δασυπόδειος of a hare neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)